εὐαισθήτου

εὐαισθήτου
εὐαίσθητος
with quick senses
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Νικίας — I (περ. 470 – 413 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Νικηράτου, πλουσιότατος, έντιμος, οπαδός της παράδοσης και συντηρητικός στην πολιτική, κατέκτησε γρήγορα την εύνοια του λαού εκλεγόμενος από το 428 27 σχεδόν κάθε χρόνο στρατηγός …   Dictionary of Greek

  • Νταγκέρ, Λουί Ζακ Μοντέ — (Louis Jacques Mande Daguerre, Κορμέιγ 1789 – Μπρι σιρ Μαρν 1851). Γάλλος ζωγράφος και φυσικός, ένας από τους εφευρέτες της φωτογραφίας. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη διακοσμητική, το θέατρο, τη σκηνογραφία και εφηύρε το διόραμα, μοναδικό είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”